Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρέπα η [krépa] Ο25 : είδος πολύ λεπτής πίτας που ψήνεται σε ειδική πλά κα ή σε τηγάνι και παίρνει γέμιση αλμυρή ή γλυκιά.
[γαλλ. crêp(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεπάρισμα το [krepárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεπάρω 2.
[κρεπάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεπάρω.
-
- «Σκάζω» από τα νεύρα μου, από το κακό μου:
- βασανίζου με και στέκω να κρεπάρω (Φορτουν. B´ 476).
[<ιταλ. crepare. H λ. και σήμ.]
- «Σκάζω» από τα νεύρα μου, από το κακό μου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεπάρω 1 [krepáro] Ρ6α μππ. κρεπαρισμένος : (οικ.) 1. από υπερβολική πίεση σπάω, σκίζομαι ή συντρίβομαι, έχοντας φτάσει στα όρια της αντοχής μου. 2. (μτφ.) αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία από εσωτερική πίε ση, σκάω2α, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής μου αντοχής: Kόντε ψε να κρεπάρει από το κακό του.
[ιταλ. crepar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεπάρω 2 : για γυναικεία συνήθ. μαλλιά, τα χτενίζω με τέτοιον τρόπο, ώστε να φαίνονται, να δείχνουν φουσκωτά· ξαίνω2: Kρεπαρισμένα μαλλιά.
[γαλλ. crêp(er) -άρω]