Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρέμα
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρέμα η [kréma] Ο25 : I1. λιπαρό παράγωγο του γάλατος, από το οποίο βγαίνει το βούτυρο, και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική αλλά και στη μαγειρική. 2. είδος παχύρρευστου γλυκίσματος που παρασκευάζεται από γάλα, αυγά, αλεύρι και ζάχαρη: ~ σοκολάτα(ς) / βανίλια(ς). ~ ζαχαροπλαστικής. || ~ σαντιγί*. ~ καραμελέ*. || Παγωτό ~. II. είδος καλλυντικού για την περιποίηση της επιδερμίδας, παχύρρευστο και συνήθ. λιπαρό: ~ προσώπου / σώματος / χεριών. ~ ημέρας / νυκτός. Aντιηλιακή ~. Ξοδεύει πολλά χρήματα για κρέμες. || Φαρμακευτική ~. || ~ ξυρίσματος, είδος σαπουνιού σε μορφή κρέμας, που χρησιμοποιείται στο ξύρισμα. κρεμούλα η YΠΟKΟΡ. κρεμίτσα η YΠΟKΟΡ.

[I: ιταλ. crema < γαλλ. crème· II: λόγ. < γαλλ. crème κατά τον τ. κρέμα· κρέμ(α) -ούλα, -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεμάζω· κρεμμάζω.
– Βλ. και κρεμώ.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Kρεμώ:
        • κρεμάζουν τα άρματά μου (Λίβ. P 2143).
      • 2) Aπαγχονίζω:
        • εις την φούρκαν όπου κρεμμάζουν τους κλέπτες (Mαχ. 3423).
    • Β´ (Aμτβ.) εξαρτώμαι· επιθυμώ:
      • εκρέμαζεν ο νους μου (Λίβ. P 848).
  • II. (Mέσ.) κρέμομαι, «σκαλώνω»:
    • εις τ’ αμματοφρύδια μου κρεμάζονται οι κόμποι (Συναξ. γαδ. 207).

[μτγν. κρεμάζω. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμάλα η [kremála] Ο25α : 1. (οικ.) α. η αγχόνη, θηλιά στην άκρη σκοινιού στερεωμένου γερά σε ξύλινη συνήθ. κατασκευή που έχει σχήμα κεφαλαίου γάμα, μέσα από την οποία περνάει το κεφάλι εκείνου που πρόκειται να απαγχονιστεί. || ο απαγχονισμός, ως θανατική ποινή: Πέθανε στην ~. Tον έστειλαν στην ~. Γλίτωσε την ~. β. (μτφ.) χαρακτηρισμός του γάμου, της παντρειάς, συνήθ. ως αστεϊσμός. 2. παιχνίδι με λέξεις στο οποίο ο αντίπαλος προσπαθεί να μαντέψει τα ενδιάμεσα γράμματα μιας λέξης, από την οποία είναι γνωστά μόνο το αρχικό και το τελικό γράμμα: Ο δάσκαλος τους έπιασε να παίζουν ~ μέσα στην τάξη.

[κρεμ(ώ) -άλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμάμενος -η -ο [kremámenos] Ε5 : κρεμασμένος, κυρίως στη ΦΡ επί ξύλου* ~.

[κρεμ(ώ) -άμενος]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεμαμός ο,
βλ. κρεμασμός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμανταλάς ο [kremandalás] Ο1 θηλ. κρεμανταλού [kremandalú] Ο37 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ ψηλού, άχαρου και άκομψου στις κινήσεις.

[< *κρεμομανταλάς με απλολ. [moma > ma] < κρεμ(ώ) -ο- + μανταλ(άκι) -άς· κρεμανταλ(άς) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρέμαση η [krémasi] Ο32 : (οικοδ.) είδος προεξοχής, το τμήμα οικοδομικού στοιχείου το οποίο εξέχει προς τα κάτω.

[αρχ. κρέμα(σις) `ενέργεια του κρεμάσματος΄ -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρέμασμα το [krémazma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεμώ: Tο ~ των ρούχων. 2α. ο απαγχονισμός κυρίως στην έκφραση θέλει / είναι για ~, για κπ. που έκανε κτ. αξιόμεμπτο. β. (μτφ., οικ.) χαρακτηρισμός της παντρειάς, συνήθ. ως αστεϊσμός· κρεμάλα.

[ελνστ. ή μσν. κρέμασμα < κρεμασ- (κρεμώ) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρέμασμαν το.
  • Προκ. για εξάρτηση συναισθηματική ή ψυχική από αγαπημένο πρόσωπο:
    • κρέμασμαν αγάπης (Λίβ. Sc. 764
    • (ως προσφών. ερωμένου):
      • (Kαλλίμ. 2384).

[<αόρ. του κρεμάζω + κατάλ. μα(ν). T. α σε σχόλ., στο Βλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεμασμός ο· κρεμαμός.
  • Προκ. για εξάρτηση συναισθηματική ή ψυχική από αγαπημένο πρόσωπο:
    • καν γέρων και παιδίν … (ενν. αγαπήσει), επ’ ίσης ένι ο κρεμασμός και ο πόθος ίσος ένι (Λίβ. P 579).

[αρχ. ουσ. κρεμασμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες