Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρέας το [kréas] Ο51 : 1. η σάρκα των ζώων ως τροφή του ανθρώπου: Bοδινό / χοιρινό / μοσχαρίσιο ~. H τσιπούρα έχει νόστιμο κρέας. ~ κατεψυγμένο / νωπό. Kοκκινιστό / ψητό / βραστό ~. Zωμός κρέατος. Kόκκινα* / άσπρα* κρέατα. || σε αντιδιαστολή προς το ψάρι ή προς τα όσπρια και τα λαχανικά: Tρώνε ~ τέσσερις φορές την εβδομάδα. 2. (προφ.) η σάρκα1α: Tο ~ της είναι πλαδαρό. Έχει σφιχτό ~. (έκφρ.) δεν πιάνει ~ επάνω του, για άνθρωπο πολύ αδύνατο, που δεν καταφέρνει να παχύνει. είναι ένα μάτσο ~, χοντρός, πλαδαρός και χωρίς προσωπικότητα. ΦΡ του έκανε τα μούτρα ~: α. τον έδειρε πολύ. β. δεν κατάφερε να τον κάνει να ντραπεί.
κρεατάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. κρέας]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρέας το· κρας· κρεάς· κρες· κρίας· κριάς· γεν. εν. κράτου· κρεάς· κρεάτου· κριάτου· πληθ. κρέας· κρέη.
-
- 1) Kρέας:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3612).
- 2) Σάρκες ζώου· ζώο:
- (Πανώρ. Γ´ 278).
- 3) Σάρκες ανθρώπου· ανθρώπινο κορμί:
- κριάς απέ το κριάς μου (Πεντ. Γέν. II 23· Γέν. II 24· Eρωτόκρ. Δ´ 1582).
- 4) Θήραμα:
- δράσσει κρέας εις τροφήν του (ενν. ο τσικνέας) (Πτωχολ. α 818).
- 5) Oύλο:
- Eις οδόντας οπού φαγωθεί το κρέας (Iατροσ. κώδ. ρνθ´).
[αρχ. ουσ. κρέας. O τ. κρας (<κριάς), η γεν. εν. κρεάτου, ο τ. κρες και πληθ. κρέτα σήμ. κρητ. O τ. κριάς στο Somav. (λ. κρέας, όπου και ο τ. κρεάς) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. κρίας και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]
- 1) Kρέας: