Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράχτης ο [kráxtis] Ο10 : (προφ.) 1. υπάλληλος καταστήματος, ιδίως νυκτερινού κέντρου ή χαρτοπαικτικής λέσχης, που προσπαθεί να προσελκύσει πελάτες εκθειάζοντας τα όσα προσφέρει το κατάστημα. 2. πουλί που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς για να προσελκύσει άλλα πουλιά με το κελάηδημά του. 3. το εκλεκτότερο μέρος του εμπορεύματος το οποίο προβάλλεται για να προσελκυστούν πελάτες· μόστρα1.
[ελνστ. κράκτης `φωνακλάς΄ μσν. σημ.: `διαλαλητής΄, με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]