Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κράση η,
- βλ. κράσις.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράση 1 η [krási] Ο31 : η ιδιαίτερη κατάσταση του οργανισμού ενός ανθρώπου από την άποψη της φυσιολογίας, ο ιδιαίτερος τρόπος και βαθμός αντίδρασης ενός οργανισμού σε εξωτερικά νοσογόνα αίτια: Γερή / ασθενική ~.
[λόγ. < αρχ. κρᾶ(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράση 2 η : 1. (λόγ.) ανάμειξη. 2. γραμματικό φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κατά το οποίο γίνεται συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή δίφθογγο της αμέσως επόμενης λέξης. || αντίστοιχο φαινόμενο στα νέα ελληνικά.
[λόγ.: 1: αρχ. κρᾶ(σις) `ανάμειξη΄ (π.χ. κρασιού με νερό) -ση· 2: ελνστ. σημ.]