Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράξιμο το [kráksimo] Ο50 : 1. η φωνή του κόρακα και γενικά φωνή πουλιού που μοιάζει με του κόρακα. 2. (λαϊκ.) γιουχάισμα, αποδοκιμασία.
[μσν. κράξιμον < κραξ- (κράζω) -ιμον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κράξιμον το.
-
- 1) Kλήση, πρόσκληση:
- (Kαλλίμ. 1625).
- 2) Έφεση:
- ποιεί κράξιμον (ενν. το αντίδικον μέρος) εις μεγαλότερον κριτήν (Eλλην. νόμ. 51929).
[<αόρ. του κράζω + κατάλ. ‑ιμον. H λ. στο Meursius και σήμ. (‑ο)]
- 1) Kλήση, πρόσκληση: