Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράνος το [krános] Ο46 : μέρος του αμυντικού οπλισμού των στρατιωτών, που καλύπτει το κεφάλι και ένα μέρος του προσώπου. || αντίστοιχο προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού από ανθεκτικό υλικό, που φορούν οι πυροσβέστες, οι ανθρακωρύχοι, οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας, οι οδηγοί δικύκλων κτλ.
[λόγ. < αρχ. κράνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Κράνος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κράνον (L‑S, Κριαρ., ‑ο):
- (Πωρικ. I 26 κριτ. υπ).
- Προσωποπ. του ουσ. κράνον (L‑S, Κριαρ., ‑ο):