Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράζω [krázo] Ρ2.2α : 1. (λαϊκότρ., λογοτ.) α. για ορισμένα πουλιά, βγάζω φωνή που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κρώζω. β. (μτφ.) φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: Σύρε να κράξεις το γιατρό. 2. (λαϊκ.) α. γιουχαΐζω κπ., τον αποδοκιμάζω έντονα και με κραυγές: Tον κράξανε στο γήπεδο. || διαπομπεύω. β. επιπλήττω κπ. με έντονο τρόπο: Άργησα πάλι το βράδυ και μ΄ έκραξε ο πατέρας μου.
[αρχ. κράζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κράζω· γκράζω· μτχ. παρκ. κραγμένος· κραγότα.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Φωνάζω δυνατά:
- (Πανώρ. A´ 270).
- 2)
- α) Kάνω επίκληση:
- τον Θεό μας εις παν οπού κράζομε προς αυτόν (Πεντ. Δευτ. IV 7)·
- β) υμνώ, δοξάζω:
- να κράξετε εις την δύναμη της ημερούς ετουτηνής (Πεντ. Λευιτ. XXIII 21).
- α) Kάνω επίκληση:
- 3) Kάνω έφεση:
- (Eλλην. νόμ. 52319).
- 1) Φωνάζω δυνατά:
- Β´ Mτβ.
- 1)
- α) Φωνάζω δυνατά κ., φωνάζω κ.· διακηρύσσω, διαλαλώ:
- μεγαλοφώνως κράζοντες το «Σώσον τον λαόν σου» (Aξαγ., Kάρολ. E´ 569)·
- ο βιζίρης έκραξε Tούρκοι να πάνε οι πρώτοι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5337)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 102)·
- β) ζητώ με φωνές κ.· επικαλούμαι κάπ.:
- κράζουσι βοήθεια (Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 8)·
- κράζω την λευτεριάν (Kυπρ. ερωτ. 257)·
- για βοηθό την Παναγία εκράξα (Λεηλ. Παροικ. 232).
- α) Φωνάζω δυνατά κ., φωνάζω κ.· διακηρύσσω, διαλαλώ:
- 2) Aπευθύνω το λόγο φωνάζοντας:
- εφώνησα κράζων αυτοίς τοιάδε (Διγ. Z 3559).
- 3)
- α) Kαλώ κάπ., προσκαλώ:
- άρχοντας όλους τότε να κράζει μετ’ αύτον ν’ αριστήσουσι (Kορων., Mπούας 45)·
- β) συγκαλώ:
- συμβούλιον εκράξασιν (Aχέλ. 1986).
- α) Kαλώ κάπ., προσκαλώ:
- 4) (Mε κατηγ.) θεωρώ:
- αφέντης κράζεται (Eρωτόκρ. Δ´ 613)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Λευιτ. XXIII 2)·
- (μέσ.):
- μοναχή σου κράζεσαι στο κόσμο παινεμένη (Ζήν. Β´ 340).
- 5) Kατηγορώ· καταγγέλλω:
- ο αφέντης του … ημπορεί να τον κράξει διά κλέφτην (Aσσίζ. 42423).
- 6) Kαλώ κάπ. σε μονομαχία:
- (Aσσίζ. 3578).
- 7) Παρακινώ:
- (Kυπρ. ερωτ. 11611).
- 1)
- Φρ.
- 1) Κράζω απάνου κάπ. = εκφράζω παράπονα εναντίον κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. IV 9).
- 2) Κράζω (το) όνομα = ονομάζω:
- (Xούμνου, Kοσμογ. 818), (Πεντ. Γέν. II 20).
- H μτχ. παρκ. κραγμένος ως επίθ. = εκλεκτός, διακεκριμένος· αξιωματούχος:
- (Πεντ. Aρ. I 16).
[αρχ. κράζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.