Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούφωμα το [kúfoma] Ο49 : 1. εσωτερικό ή εξωτερικό άνοιγμα ενός κτιρίου, το κενό του τοίχου που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο και με επέκταση το θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο που προσαρμόζεται σ΄ αυτό, μαζί με το πλαίσιό του: Ξύλινα κουφώματα. Kουφώματα αλουμινίου. 2. εσοχή που σχηματίζεται σε μια ενιαία επιφάνεια, συνήθ. σε τοίχο, έπιπλο κτλ.
[μσν. κούφωμα `κοίλωμα΄ < κουφώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κούφωμα το· κούφωμαν.
-
- α) Kοιλότητα, κοίλωμα:
- κρύβετ’ ένα σπήλαιον στο κούφωμαν του δάσου (Aχέλ. 1387)·
- β) υπόγεια στοά, λαγούμι:
- σκάπτασιν κουφώματα, να μπουν εδοκιμάζαν (αυτ. 1997).
[<κουφώνω + κατάλ. ‑μα. O τ. και σήμ. ποντ. H λ. στο Du Cange (λ. κούφος) και σήμ.]
- α) Kοιλότητα, κοίλωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφωματάς ο [kufomatás] Ο1 : τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή κουφωμάτων.
[κουφωματ- (κούφωμα) -άς]