Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούφιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κούφιος, επίθ.
  • Kούφιος, κενός:
    • (Aλεξ. 2582
    • (μεταφ.):
      • το κούφιο τση κεφάλι (Φορτουν. B´ 264).

[<επίθ. κούφος με επίδρ. των επιθ. σε ιος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούφιος -α -ο [kúfxos] Ε4 : 1. που είναι εσωτερικά άδειος ενώ θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι συμπαγής, χωρίς συνήθ. αυτό να φαίνεται εξωτερικά: ~ τοίχος. Kούφια καλάμια. || που έχει υποστεί εσωτερική φθο ρά: Kούφιο δόντι. Kούφια καρύδια* και ως ΦΡ. 2. (μτφ., οικ.) α. για πρόσωπο χωρίς πλούσιο εσωτερικό κόσμο ή πνευματικές ανησυχίες· κενός. (έκφρ.) κούφια λόγια / κούφιες κουβέντες, λόγια / κουβέντες χωρίς περιε χόμενο. β. για ήχο, υπόκωφος: Kούφια τουφεκιά. (έκφρ.) κούφια η ώρα που τ΄ ακού ει, αποτρεπτικά για το κακό σε περίπτωση δυσοίωνης πρόβλεψης.

[μσν. κούφιος < ελνστ. κοῦφος `άδειος΄ (αρχ. σημ.: `ελαφρύς, ευκίνητος΄) με μεταπλ. κούφ(ος) -ιος κατά τα επίθ. -ιος (άξιος, πλούσιος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες