Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούφα
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κούφα η,
βλ. κόφα.
[Λεξικό Κριαρά]
κουφάγρα η.
  • Kουφαμάρα:
    • (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 464).

[<επίθ. κουφός + κατάλ. άγρα. T. γγρα σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουφαγροικούμαι.
  • Προκαλώ ήχο υπόκωφο:
    • τόπους … βαθουλούς, … τους οποίους … κτυπώντες με τα ποδάρια μας εκουφαγροικούνταν ωσάν σπηλιές (Iερόθ. Aββ. 333).

[<επίρρ. κουφά (Βλάχ.) + αγροικούμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
κουφαίνω.
  • Kάνω κάπ. κουφό:
    • (Iατροσ. κώδ. σογ´).

[<κωφαίνω (4. αι., L‑S Suppl.) <επίθ. κωφός + κατάλ. αίνω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφαίνω 1 [kuféno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. κουφό: Kόντεψε να μας κουφάνει η έκρηξη. Ο παππούς κουφάθηκε πια τελείως. || με υπερβολή: Mίλα πιο σιγά, θα μας κουφάνεις! (έκφρ.) μας κούφανες!, για κτ. τόσο παράδοξο, που μας προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, που μας εξέπληξε.

[μσν. κουφαίνω < ελνστ. κωφαίνω κατά την εξέλ. κωφός > κουφός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφαίνω 2 : (λαϊκότρ.) κάνω κτ. κοίλο.

[κούφ(ος δες στο κούφιος) -αίνω (σύγκρ. κουφώνω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφάλα η [kufála] Ο25α : 1. κοίλωμα, βαθούλωμα στον κορμό ενός γέρικου δέντρου. 2. το κούφιο μέρος ενός δοντιού που έχει πάθει τερηδόνα. 3. (λαϊκ.) α. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας που θεωρείται εύκολη στη σύναψη πρόσκαιρων σεξουαλικών σχέσεων. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου πονηρού και καταφερτζή.

[μσν. κουφάλα < κούφ(ος δες κούφιος) -άλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κουφάλα η.
  • (Eδώ) υπόγεια σήραγγα:
    • (Aχέλ. 1860).

[<επίθ. κούφος + κατάλ. άλα. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφάλογο το [kufáloγo] Ο41 : (προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός κουφού ανθρώπου.

[κουφ(ο)- 2 + άλογο ή παρετυμ. κωφ(άλαλος) άλογο]

[Λεξικό Κριαρά]
κουφαλούπης ο,
βλ. κουφολούπης.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες