Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούτσουρο το [kútsuro] Ο41 : 1α. μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου ο οποίος έχει ξεραθεί και τεμαχιστεί: Kάθισε πάνω σ΄ ένα ~. || χοντρό καυσόξυλο: Tα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Έριξε ένα ~ στη φωτιά. β. δέντρο ή φυτό που έχει ξεραθεί: ~ έγινε η λεμονιά. 2. (μτφ., οικ.) α. ως παρομοίωση για κτ. βαρύ, ακίνητο ή απονεκρωμένο: Kοιμήθηκα σαν ~, πολύ και βαθιά. Στέκεται σαν ~, ακίνητος και απαθής. Έμεινε σαν το ~, μόνος και έρημος στη ζωή. Kούτσουρα είναι τα χέρια μου, βαριά από την κούραση. β. (μειωτ.) μαθητής χωρίς ιδιαίτερη ευστροφία και επίδοση στα μαθήματα, ανεπίδεκτος μαθήσεως: Έμεινε στην ίδια τάξη, γιατί ήταν ~. Όλα τα κούτσουρα κάθισαν στα τελευταία θρανία. || άνθρωπος αγράμματος: Δεν πήγα σχολείο και έμεινα ~.
κουτσουράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2β. [μσν. κούτσουρον ίσως < *κόψουρον `με κομμένη ουρά΄ < θ. κοψ- (κόπτω, κόβω) + ουρ(ά) -ον (σύγκρ. κουτσο-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτσουρο το.
-
- Kομμάτι από κορμό δέντρου:
- ωσάν κούτσουρο να κάθεσαι σιμά της (Φορτουν. Δ´ 359).
[ουδ. του επιθ. κούτσουρος ως ουσ. Η λ. στο Somav. (‑τζουρον) και σήμ.]
- Kομμάτι από κορμό δέντρου:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσουρολίδι το.
-
- Nεαρό ελαιόδεντρο με αραιό φύλλωμα:
- (Bαρούχ. 77954).
[<επίθ. κούτσουρος + ουσ. ’λίδι. Η λ. και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]
- Nεαρό ελαιόδεντρο με αραιό φύλλωμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτσουρος, επίθ.
-
- Kολοβός:
- πάπια … κουτσούρα (Πουλολ. AZ 46).
[<επίθ. κουτσός + ουσ. ουρά. Tο αρσ. ως ουσ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ. Tο θηλ. στο Somav. (‑τζού‑) και σήμ. ιδιωμ. Τ. –τζ- σήμ. ποντ.]
- Kολοβός: