Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούτσικο το [kútsiko] Ο41 : (λαϊκότρ.) πολύ μικρό.
[τουρκ. küç(ük) `μικρό΄ -ούτσικο, ουδ. του -ούτσικος με απλολ. [kutsuts > kuts] (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλ.)]