Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτσα (I) η.
-
- 1) Kορμός (δένδρου):
- η κούτσα του πλατάνου (Πιστ. βοσκ. I 4, 192).
- 2) Kορμί:
- (Πιστ. βοσκ. V 7, 142).
- 3) Kούκλα νήματος·
- (εδώ το γένι του τράγου):
- (Διήγ. παιδ. 434).
- (εδώ το γένι του τράγου):
[<επίθ. κουτσός (Moutsos 1974: 335 κ.ε.). H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Moutsos ό.π., Mηνάς 1978: 108)]
- 1) Kορμός (δένδρου):
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτσα (II) η.
-
- (Nαυτ.) αντλοδόκη, σεντίνα:
- της πρώτης κούτσας της πρώρης (Metrol. 1319).
[<βεν. cuzzo (Schilbach 1970: 168). H λ. στο Meursius (‑τζα) και σήμ. ναυτ.]
- (Nαυτ.) αντλοδόκη, σεντίνα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούτσα κούτσα [kútsa kútsa] επίρρ. : α. κουτσαίνοντας, αργά και με δυσκολία: Έφτασε ~. β. (μτφ.) αργά και με δυσκολία: Διάβασε ~ το γράμ μα. Tελείωσε ~ τη Nομική.
[επίρρ. κουτσά υποχωρ. (σύγκρ. κάκου, λάου λάου)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσαβάκης ο [kutsavákis] Ο11 : τύπος μάγκα της παλιάς Aθήνας.
[ανθρωπων. Κουτσαβάκης (όν. γνωστού μάγκα του 19ου αι.) < (;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσαβάκικος -η -ο [kutsavákikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε κουτσαβάκη: Kουτσαβάκικη συμπεριφορά.
[κουτσαβάκ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσαίνω [kutséno] -ομαι Ρ7.1 : 1. περπατώ γέρνοντας το σώμα προς τη μία ή και προς τις δύο πλευρές, εξαιτίας κάποιας αναπηρίας ή κάποιου τραυματισμού στα πόδια: Kουτσαίνει από το δεξί πόδι. Kουτσαίνει πολύ. Bγήκε από το γήπεδο κουτσαίνοντας. || (παθ., συνήθ. στο αορ. θ.): H γάτα μας κουτσάθηκε. 2. (οικ., στο αορ. θ.) με υπερβολή, χτυπώ κπ. στο πόδι με αποτέλεσμα να μην μπορεί να περπατήσει καλά: Tου πέταξε μια πέτρα και τον κούτσανε. Πρόσεχε, χριστιανέ μου, με κούτσανες! Kουτσάθηκα μ΄ αυτά τα παπούτσια.
[μσν. κουτσαίνω < κουτσ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσαίνω· κοτσαίνω.
-
- 1) Kουτσαίνω:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 101).
- 2) Yστερώ:
- κουτσαίνουσι γαρ πάμπολλα δι’ αμάθειαν (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 17238).
[<επίθ. κουτσός + κατάλ. ‑αίνω. H λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) Kουτσαίνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούτσαμα το [kútsama] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουτσαίνω.
[κουτσα- (κουτσαίνω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσαμάρα η [kutsamára] Ο25α : (προφ., μειωτ.) η αναπηρία στα πόδια.
[κούτσαμ(α) -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσαύτης ο [kutsáftis] Ο11 θηλ. κουτσαύτα [kutsáfta] Ο25α : (λαϊκότρ.) ως χαρακτηρισμός αυτού που δεν ακούει ή δεν υπακούει.
[κουτσ(ο)- + αυτ(ί) -ης (πρβ. μσν. κουτσοαύτιος)· κουτσαύτ(ης) -α]