Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτλα η.
-
- Kουτουλιά (κερασφόρου ζώου):
- του ταυριού τις θυμωμένες κούτλες (Πιστ. βοσκ. ΙV 2, 180).
[σχετ. με το ουσ. κούτελο και το κουτουλώ. Πβ. επίθ. κούτλος στο Bλάχ. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Tσουδερός 1969: 47)]
- Kουτουλιά (κερασφόρου ζώου):