Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούτελο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούτελο το [kútelo] Ο41 : (οικ.) το μέτωπο (στις σημ. 1α, β). || (μτφ. για την ανθρώπινη υπόληψη): Έχω το κουτελό μου καθαρό.

[μσν. κούτελο(ν) < αρχ. κότυλος ἡ `κοιλότητα όπου εφαρμόζει η κεφαλή οστού΄, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] )]

[Λεξικό Κριαρά]
κούτελον το· κούτελο.
  • Mέτωπο:
    • τον κατεφίλει … στο κούτελον (Xούμνου, Kοσμογ. 2066).

[<ουσ. κότυλος ο ή ον το (Άμαντος 1964: 184-7, Moutsos 1988: 407) ή σχετ. με λατ. scutella, μεσν. λατ. cutella (πβ. σκούτελλον σε Γλωσσάρ., κ.α.· Aλεξίου 1981: II 79-80, IV 5). H λ. στο Βλάχ. O τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες