Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούρτη η.
-
– Βλ. και κόρτε.
- 1)
- α) Παλάτι:
- (Διακρούσ. 7420)·
- β) η αυλή του ηγεμόνα:
- εις του ρηγός την κούρτην (Xρον. Mορ. H 8502).
- α) Παλάτι:
- 2)
- α) Συγκέντρωση ευγενών (του Mορέως)· συνέλευση:
- (Xρον. Mορ. H 3408)·
- κάλεσμα έποικεν φριχτόν και κούρτη δε μεγάλην (Xρον. Mορ. P 6170)·
- β) δικαστήριο:
- επήγεν εις το Αβενίου και εστάθην εις την κούρτην της Ρώμης (Mαχ. 11431).
- α) Συγκέντρωση ευγενών (του Mορέως)· συνέλευση:
[<μεσν. λατ. curtis ή <μεσν. γαλλ. court. T. κόρτη (<μεσν. λατ. cortis) τον 9. αι. (Lampe). H λ. στο Βλάχ.]
- 1)