Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούρσος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούρσος το [kúrsos] Ο46 : (λαϊκότρ.) πειρατική επιδρομή, λεηλασία.

[μσν. κούρσος `πειρατεία΄ < μσνλατ. curs(us) (ή μέσω του παλ. ιταλ. corso) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
κούρσος το· κρούσος.
  • 1) Ληστρική ή πειρατική επιδρομή, λεηλασία:
    • (Pοδινός 125
    • της πόλεώς τε τον πλούτον και τον λαόν άπαντα ο αμιράς εις διακομάν παραδίδει και κούρσος τοις μουσουλμάνοις (Kαναν. 160
    • φρ. βάνω κούρσος = λεηλατώ:
      • (Mαχ. 40221).
  • 2) Λάφυρο, λεία:
    • ουδέν ηυρέθηκεν κανείς ίνα … επάρῃ μου το κούρσος (Διγ. Esc. 156
    • (μεταφ.):
      • κούρσος του θανάτου (Tζάνε, Kατάν. 48).

[<λατ. cursus. O τ. στο Bλάχ. Η λ. και σήμ. λογοτ. Πβ. και λ. κούρσος ο τον 9. αι. (Lampe) και σήμ. λογοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες