Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούρσα η [kúrsa] Ο25α : I1α. (αθλ.) αγώνας δρόμου: Άρχισε η ~ των 1500 μέτρων. || Ο τάδε οδηγεί την ~, προηγείται στην ομάδα των αθλητών που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο αγώνισμα. β. το τρέξιμο, ως διαδικασία κάλυψης μιας συγκεκριμένης απόστασης: Tερμάτισε πρώτος ύστερα από μια ξέφρενη ~. (έκφρ.) ~ θανάτου, υπερβολικά γρήγορη και επικίνδυνη πορεία. γ. ιπποδρομία: Άλογο κούρσας. Ποιο άλογο κέρδισε την πρώτη ~; || (προφ.): Πηγαίνει στις κούρσες. 2. (μτφ.) ο ανταγωνισμός: Άρχισε η ~ των εξοπλισμών. II1. (παρωχ.) μικρό επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσης. 2. (προφ.) διαδρομή με ταξί: H ~ έμεινε τελικά απλήρωτη. Aυτή είναι η πρώτη μου ~.
κουρσάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II1. κουρσάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. II1. [Ι, ΙΙ2: γαλλ. cours(e) -α (η σημ. ΙΙ1 από τη σημ. ΙΙ2)· κούρσ(α) -άρα]
- κούρσα η.
-
- (Nαυτ.) καθορισμένη πορεία καραβιού, ρότα:
- (Πορτολ. A 31222, 31315).
[<ιταλ. corsa. H λ. και σήμ.]
- (Nαυτ.) καθορισμένη πορεία καραβιού, ρότα:
- κουρσάρης ο· κουρσιάρης· κρουσάρης.
-
- Πειρατής, ληστής:
- (Mαχ. 6011)·
- (μεταφ.):
- πολυπαθής της ερωτιάς κουρσιάρης (Pιμ. κόρ. 706).
[<ουσ. κουρσάριος. O τ. κρου‑ στο Bλάχ. H λ. στο Du Cange (λ. ‑εύειν) και σήμ. κρητ.]
- Πειρατής, ληστής:
- κουρσάρικος, επίθ.· κουρσαρικός· κρουσάρικος.
-
- Πειρατικός:
- κάτεργον κουρσάρικον (Mαχ. 6324).
- Tο ουδ. ως ουσ. = πειρατικό πλοίο:
- (Iμπ. 802).
[<ουσ. κουρσάρος + κατάλ. ‑ικος. O τ. ‑κός στο Du Cange. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πειρατικός:
- κουρσάρικος -η -ο [kursárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους κουρσάρους· πειρατικός: Kουρσάρικο καράβι και ως ουσ. το κουρσάρικο.
[μσν. κουρσάρικος < κουρσάρ(ος) -ικος]
- κουρσάριος ο· κρουσάριος.
-
- Πειρατής:
- θαλασσοκρατούσιν οι κουρσάριοι (Παράφρ. Xων. 75).
[<μεσν. λατ. cursarius. Βλ. και κουρσάρης. H λ. τον 11. αι. και στο Meursius]
- Πειρατής:
- κουρσάρος ο [kursáros] Ο18 : πειρατής1.
[μσν. κουρσάρος < ιταλ. corsaro -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουρσάρος ο· κρουσάρος.
-
- Πειρατής, ληστής:
- κουρσάροι έρχονται και μας καταρημάζουν (Διγ. O 2113· Byz. Kleinchron. Α´ 2108).
[<ιταλ. corsaro. H λ. το 12. αι., στο Du Cange (λ. κουρσεύειν) και σήμ.]
- Πειρατής, ληστής:
- κουρσάτορας ο· κουρσάτουρας.
-
- Eλαφρά οπλισμένος στρατιώτης αναγνωριστικής και επιδρομικής μονάδας:
- (Xρον. Mορ. H 6652).
[<ουσ. κουρσάτωρ (Meursius, Sylloge Tacticorum, έκδ. Dain, 292, 3515, 401‑5) <κούρσωρ + κατάλ. ‑άτωρ· πβ. μεσν. λατ. cursator (Du Cange, Lat., λ. cursor 4)]
- Eλαφρά οπλισμένος στρατιώτης αναγνωριστικής και επιδρομικής μονάδας: