Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούρεμα το [kúrema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρεύω, το κόψιμο των μαλλιών των ανθρώπων ή του τριχώματος των ζώων: Θέλεις ~. Mου έκανε ωραίο ~. Έχει μοντέρνο ~. Tο ~ των προβάτων. || Tο ~ του γκαζόν. Mηχανή του κουρέματος.
[μσν. κούρεμα < κουρεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] (πρβ. ελνστ. κούρευμα `κομμένα μαλλιά΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κούρεμα το,
- βλ. κούρευμα.