Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούρδισμα το [kúrδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρδίζω: Tο ρολόι / το βιολί θέλει ~. Tο ελατήριο δεν είναι καλό και το ~ δεν κρατάει πολύ.
[κουρδισ- (κουρδίζω) -μα]