Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κούνισμα το.
  • Κούνημα, δόνηση·
    • (εδώ ως τοπων., μετάφρ. εβρ. λ.):
      • ηγή του Κούνισμα (Πεντ. Γέν. IV 16).

[<αόρ. του κουνώ + κατάλ. ‑(ισ)μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες