Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούνημα το [kúnima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουνώ1· η αλλαγή της θέσης ενός πράγματος, συνήθ. για κτ. που ταλαντεύεται δεξιά αριστερά ή επάνω κάτω και κυρίως για κινήσεις μέλους του σώματος: Συμφώνησε / αρνήθηκε μ΄ ένα ~ του κεφαλιού. Tο μωρό θέλει ~ για να κοιμηθεί. Tο ~ του μαντιλιού. || (συνήθ. πληθ.) προκλητικό λίκνισμα του κορμιού: Είναι όλο νάζια και κουνήματα.
[κουνη- (κουνώ) -μα (πρβ. μσν. κούνισμα)]