Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
κούνα η· κούνια.
  • Λίκνο, κούνια:
    • ωσάν παιδί στην κούνια (Φορτουν. Γ´ 351).

[<λατ. cuna. Η λ. τον 7. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνάβι το [kunávi] Ο44 : μικρό καστανόμαυρο σαρκοφάγο θηλαστικό. || γούνα από το ζώο αυτό.

[μσν. κουνάδι (με τροπή του μεσοφ. [δ > v] ) υποκορ. του σλαβ. kun(a) -άδι]

[Λεξικό Κριαρά]
κουνάδι το.
  • Κουνάβι:
    • Κουνάδι έναν πετεινόν θέλοντας να τον πνίξει … (Αιτωλ., Μύθ. 61).

[<σλαβ. kuna + κατάλ. άδι. Η λ. στο Du Cange (η). Τ. βι σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνάμενος -η -ο [kunámenos] Ε5 : κυρίως στην έκφραση σεινάμενος* (και) κουνάμενος.

[κουν(ώ) -άμενος]

[Λεξικό Κριαρά]
κουναρώ.
  • Aνατρέφω:
    • να της εύρουν μίαν μάμμη να το κουναρήσει (ενν. το παιδί) (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 155r).

[<ουσ. κουνάρι <κούνα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουναυλοπόδης, επίθ.
  • Που έχει ψηλά πόδια:
    • Χαρά εις τον καλογερανόν, οπού ήλθεν εις τον γάμον … κουναυλοπόδης (Πουλολ. 61).

[για την ετυμ. βλ. Τσαβαρή, Πουλολ., σ. 291-2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες