Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούμπωμα το [kúmboma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουμπώνω· το πέρασμα του κουμπιού μέσα στην αντίστοιχη υποδοχή: Aυτή η μπλούζα με δυσκολεύει στο ~. Xάλασε το ~ της ζώνης μου, το σύστημα με το οποίο κουμπώνει η ζώνη μου. || ο τρόπος με τον οποίο κουμπώνει κτ.: Έχει ένα ~ στο πλάι.
[κουμπώ(νω) -μα (πρβ. μσν. κόμπωμα `εξαπάτηση΄: δες κομπογιαννίτης)]