Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούμαρο το [kúmaro] Ο41 : ο καρπός της κουμαριάς.
[μσν. κούμαρον < κόμαρον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] ) < αρχ. κόμαρος ἡ, ὁ `κουμαριά΄ με εξειδίκευση του ον. για τον καρπό, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. αναλ. προς τα άλλα ον. καρπών]
[Λεξικό Κριαρά]
- κούμαρος ο.
-
- Κουμαριά:
- τους κουμάρους έκοψαν, τους δύσχροους εκείνους (Θησ. ΙΑ´ [244]).
- Ως προσωποπ.:
- (Πωρικ. I 30).
[<αρχ. ουσ. κόμαρος η]
- Κουμαριά: