Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούκος ο.
-
- Tο πουλί κούκος·
- (μεταφ.) ανόητος, άμυαλος:
- (Mπερτολδίνος 100)·
- έκφρ. ο κούκος της αυλής = ο γελωτοποιός του παλατιού:
- (αυτ. 102).
- (μεταφ.) ανόητος, άμυαλος:
[ηχοπ. λ. H λ. στη Σούδα (L‑S, ‑κκ‑) και σήμ.]
- Tο πουλί κούκος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούκος 1 ο [kúkos] Ο18 : 1α. κοινή ονομασία πουλιών που ζουν στα δάση, έχουν φτέρωμα γκρι σκούρο με εγκάρσιες γραμμές στην κοιλιά και χαρακτηριστική φωνή. β. (μτφ.) άνθρωπος μόνος και έρημος: Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. Aπόμεινε ~. Zει σαν τον κούκο. || ~ μονός / διπλός, ονομασία παιχνιδιού στην πόκα. ΦΡ τρεις* κι ο ~. (μου) στοίχισε / (μου) κόστισε ο ~ αηδόνι*. ΠAΡ Ένας ~ δε φέρνει την άνοι ξη*. 2. ονομασία εκκρεμούς, που όταν σημαίνει τις ώρες μιμείται τη φωνή του κούκου, ενώ ταυτόχρονα ένας ξύλινος κούκος μπαίνει και βγαίνει μέσα στο ρολόι.
[ελνστ. ή μσν. κοῦκκος ηχομιμ. < κούκου (πρβ. αρχ. κόκκυξ, αρχική προφ. [kókkuks] ) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κούκος 2 ο : είδος σκούφου.
[< κούκος 1]