Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοψο- [kopso] : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο ή ένα ζώο από το γεγονός ότι είναι κομμένο το μέλος του σώματός του που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μύτης, ~νούρης, ~χέρης. 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι έχει καταπονηθεί το μέλος του σώματος που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μεσιάζω.
[μσν. κοψο- < κοψ- (συνοπτ. θ. του ρ. κόβω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοψο-χέρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοψομεσιάζω [kopsomesxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) για φορτίο που καταπονεί τη μέση κάποιου, συνήθ. όταν έχει υπερβολικό βάρος: Kοψομεσιάστηκε να κουβαλάει πέτρες όλη μέρα. Mε κοψομέσιασαν αυτές οι τσάντες.
[κοψο- + μέσ(η) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοψόουρος, επίθ.
-
- Που έχει κομμένη ουρά:
- (Διήγ. παιδ. 353).
[<κοψο‑ + ουσ. ουρά]
- Που έχει κομμένη ουρά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κόψορχις, επίθ.
-
- Που έχει κομμένους όρχεις, ευνούχος:
- (Πεντ. Δευτ. XXIII 2).
[<κοψο‑ + ουσ. όρχις]
- Που έχει κομμένους όρχεις, ευνούχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοψοχέρης ο [kopsoxéris] Ο11 θηλ. κοψοχέρα [kopsoxéra] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε σε κπ., που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή.
[μσν. κοψοχέρης < κοψο- + χέρ(ι) -ης· κοψοχέρ(ης) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοψοχερίζω.
-
- Kόβω το χέρι κάπ.:
- (Συναξ. γυν. 999).
[<κοψο‑ + ουσ. χέρι + κατάλ. ‑ίζω]
- Kόβω το χέρι κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοψοχρονιά [kopsoxroná] & κοψοχρονιάς [kopsoxronás] επίρρ. : (προφ.) για πώληση σε εξευτελιστική τιμή λόγω επείγουσας ανάγκης.
[κοψο- + χρονιά· γεν. σε επιρρ. χρήση]