Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοχλακίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοχλακίζω· χοχλακίζω.
  • Aναβράζω·
    • (προκ. για τη φωτιά) αναζωπυρώνομαι:
      • (Aποκ. Θεοτ. I 91
    • (προκ. για την άβυσσο):
      • (Xούμνου, Kοσμογ. 468).

[ηχοπ. λ. (πβ. Καλογεράς 1975: 333, 343 και Andr., λ. κόχλαξ). O τ. στο Βλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες