Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοφτός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοφτός, επίθ.
  • Σκαλιστός:
    • μηδέ δεντρό … να μη βαστά με γράμματα κοφτά … τ’ όνομα … τσ’ Aθούσας (Πανώρ. Γ´ 630).

[<αρχ. επίθ. κοπτός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοφτός -ή -ό [koftós] Ε1 : 1α. που είναι κομμένος, που έχει δημιουργηθεί με κόψιμο ή με τομή: Kοφτό μακαρονάκι, είδος μακαρονιού, που μοιάζει σαν να το έκοψαν από το κανονικό μακρύ μακαρόνι. Kοφτή τσέπη, τσέπη από την οποία φαίνεται εξωτερικά μόνο το άνοιγμα, το οποίο έχει γίνει με τομή στο ύφασμα. Kοφτές βεντούζες, που συνοδεύονται από χάραξη του δέρματος του ασθενή. || Kοφτή κουταλιά, όχι πολύ γεμάτη, που το περιεχόμενο φτάνει ως τα χείλη του κουταλιού. β. (ως ουσ.) β1. το κοφτό, είδος ασπροκεντήματος, στο οποίο κόβονται μικρά κομμάτια από το ύφασμα για να δημιουργηθεί το σχέδιο. β2. (λαϊκ.) η κοφτή, χτύπημα με την κόψη της παλάμης. 2. (μτφ.) κυρίως για κτ. που λέγεται με τρόπο απότομο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση: Έδωσε μια κοφτή απάντηση. κοφτά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mιλάω / απαντάω ~. Όχι, είπε ~. Έδωσε ~ τη διαταγή. ΦΡ ορθά* ~.

[κοπ- (κόβω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (πρβ. αρχ. κοπτός `ψιλοκοπανισμένος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες