Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουφοβράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφοβράζω [kufovrázo] Ρ αόρ. κουφόβρασα, απαρέμφ. κουφοβράσει : 1. για έντονα συναισθήματα που υποβόσκουν, που δεν εκδηλώνονται, αλλά υπάρχουν και αναπτύσσονται με κρυφή ένταση, έτοιμα συνήθ. να εκραγούν: Kουφοβράζει η αγανάκτηση του λαού. Kουφόβραζε από θυ μό. Ο πόθος του κουφοβράζει. 2. για καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από κουφόβραση.

[κουφο- 1 + βράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες