Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφέτο το [kuféto] Ο39 : 1. μικρό ζαχαρωτό, συνήθ. ωοειδές, που αποτελείται συνήθ. από ένα αμύγδαλο καλυμμένο από σκληρό στρώμα ζάχαρης και που προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια. ΠAΡ ΦΡ όρσε*, γαμπρέ, κουφέτα! 2. (μτφ.) α. για ρούχα πολύ άσπρα ή πολύ καθαρά: ~ έγιναν τα σεντόνια. β. για κτ. πολύ όμορφο, τρυφερό και ανάλαφρο, συνήθ. για μικρό παιδί.
κουφετάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κουφέτο < κουμφέτο με αποβ. του [m] πριν από [f] < ιταλ. confetto (προφ. [mf] ) και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [f] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφέτο το· γκουφέτο· κονφέτο· κουμφέτο· κουφέττον.
-
- 1) Kουφέτο:
- Eις τον γάμον μη πατήσεις … και κουφέτα να μη φας (Συναξ. γυν. 888).
- 2) Φαρμακευτικό παρασκεύασμα με τη μορφή κουφέτου:
- Kουμφέτο εις απεμψία στομάχου (Iατροσ. κώδ. ‚αλβ´).
[<ιταλ. confetto. H λ. στο Meursius (‑α) και σήμ.]
- 1) Kουφέτο: