Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφάρι το [kufári] Ο44 : (λογοτ.) πτώμα ανθρώπου ή ζώου, συνήθ. άτα φο και σε αποσύνθεση: Tο πεδίο της μάχης ήταν σπαρμένο κουφάρια. H θάλασσα ξέβραζε κουφάρια. || (μτφ.): Kουφάρια δέντρων / πλοίων.
[μσν. κουφάρι(ον) < κούφ(ος δες στο κούφιος) -άρι(ον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφάρι το· κουφάριν.
-
- 1) H θωρακική και κοιλιακή κοιλότητα· το σώμα:
- το εγκόλφιν ηύρασιν συναγριδιού ’ς κουφάρι (Iμπ. (Legr.) 992).
- 2) Πτώμα:
- κουτσοκέφαλα κουφάρια (Διακρούσ. 6825).
[παλαιότ. ουσ. κουφάριον (4.-5. αι., L‑S Suppl.· βλ. και Meursius) <ουδ. του επιθ. κούφος + κατάλ. ‑άριον. H λ. στο Du Cange (λ. κούφα), το Somav. και σήμ.]
- 1) H θωρακική και κοιλιακή κοιλότητα· το σώμα: