Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφάλα η [kufála] Ο25α : 1. κοίλωμα, βαθούλωμα στον κορμό ενός γέρικου δέντρου. 2. το κούφιο μέρος ενός δοντιού που έχει πάθει τερηδόνα. 3. (λαϊκ.) α. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας που θεωρείται εύκολη στη σύναψη πρόσκαιρων σεξουαλικών σχέσεων. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου πονηρού και καταφερτζή.
[μσν. κουφάλα < κούφ(ος δες κούφιος) -άλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφάλα η.
-
- (Eδώ) υπόγεια σήραγγα:
- (Aχέλ. 1860).
[<επίθ. κούφος + κατάλ. ‑άλα. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Eδώ) υπόγεια σήραγγα: