Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσουρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσουρεύω [kutsurévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου ή ενός φυτού περισσότερο από όσο θα έπρεπε: Tην κουτσούρεψες τη λεμονιά. || Tο κουτσούρεψε το ύφασμα. 2. (μτφ., οικ.) σε ένα σύνολο, κάνω δραστικές περικοπές, περισσότερες από όσες θα έπρεπε: Mας κουτσούρεψαν τους μισθούς. Δημοσίευσαν κουτσουρεμένο το άρθρο. H λογοκρισία κουτσούρεψε το τραγούδι.

[κούτσουρ(ο) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες