Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσουπιά η [kutsupxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η χαρουπιά.
[κουτσούπ(ι) -ιά, κουτσούπι: `υπόλοιπο κορμού δέντρου κοντά στη ρίζα που μοιάζει με κούτσουρο΄, επειδή τα άνθη της βγαίνουν πολύ κοντά στον κορμό < (;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσουπία η.
-
- ?Πονηρή γυναίκα:
- (Συναξ. γυν. 489).
[πιθ. σχετ. με επίθ. κουτσουπός <*κουτσωπός <κουτσός + κατάλ. ‑ωπός (Moutsos 1988: 404-5)]
- ?Πονηρή γυναίκα: