Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσουλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσουλιά η [kutsulá] Ο24 : 1. περίττωμα πουλιού. 2. (μτφ., οικ.) με αρνητική φόρτιση, για κτ. πολύ μικρό σε μέγεθος, ποσότητα κτλ.: Mια ~ φαΐ. Mια ~ τόπος.

[< κουτσιλιά με προχωρ. αφομ. [u-i > u-u] < κότ(α) -ο- + τσιλιά < τσιλ(ώ δες στο τσίρλα) -ιά με απλολ. [totsi > tsi] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) ή < κουτσο- + τσιλιά με απλολ. [tsotsi > tsi] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες