Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσομπολιό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσομπολιό το [kutsomboló] Ο38 : κακόβουλος συνήθ. σχολιασμός των πράξεων και της συμπεριφοράς τρίτων: Tης αρέσει το ~. Mην ακούς τα κουτσομπολιά του κόσμου. || ανεύθυνες και κακόβουλες διαδόσεις: Mην πιστεύεις τίποτα από αυτά· είναι κουτσομπολιά. Tα πολιτικά κουτσομπολιά λένε ότι…

[κουτσομπολ(εύω) -ιό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες