Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσομπολεύω [kutsombolévo] -ομαι Ρ5.2 : σχολιάζω κακόβουλα και επικρίνω τις πράξεις και τη συμπεριφορά τρίτων: Tην κουτσομπολεύει όλη η γειτονιά. Tης αρέσει να κουτσομπολεύει.
[κουτσο- + μπολεύω `περιφέρομαι, περιπλανιέμαι΄ < ελνστ. *ἐμπολεύω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < συμφυρ. αρχ. πολῶ, πολ(εύω) `τριγυρίζω΄ + (ἐμ)πολῶ `εμπορεύομαι, πουλώ, ασχολούμαι΄]