Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτούκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτούκι το [kutúki] Ο44 : (οικ.) χαρακτηρισμός μικρής λαϊκής ταβέρνας: Aποφεύγει τα κοσμικά στέκια· συχνάζει σε συμπαθητικά κουτούκια με εκλεκτούς μεζέδες και καλό κρασί. κουτουκάκι το YΠΟKΟΡ.

[κουτούκι `αυτός που δε βλέπει απ΄ το μεθύσι΄ < τουρκ. kütük `κούτσουρο΄ (με βάση τη φρ. kütük gibi `σαν κούτσουρο απ΄ το μεθύσι΄) (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλέκτου)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες