Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουτουρού
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτουρού [kuturú] επίρρ. : συνήθ. στην έκφραση στα ~, απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό ή προγραμματισμό: Δεν αγοράζω ποτέ κτ. στα ~. Πυροβόλησε στα ~. Έτσι το ΄πα στα ~. Περπατούσε ~.

[τουρκ. götürü `με συνολική τιμή, με το σωρό΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλέκτου, και υποχωρ. αφομ. του πρώτου φων. προς τα ακόλουθα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go