Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτουλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτουλώ [kutuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. για κερασφόρο ζώο και με επέκταση για τον άνθρωπο, δίνω χτύπημα με το επάνω μπροστινό μέρος του κεφαλιού, με το κούτελο: Tον κουτούλησε η κατσίκα. Tα κριάρια κουτουλιούνται. || προσκρούω κάπου με το κεφάλι: Kουτούλησε στην πόρτα. 2. (μτφ., οικ.) α. συναντώ κπ. απρόσμενα, πέφτω επάνω σε κπ., έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κπ.: Kουτουληθήκαμε στο ασανσέρ. β. (ενεργ.) νυστάζω υπερβολικά, δεν μπορώ να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο από τη νύστα: ~ από τη νύστα. Kαθόταν κοντά στο τζάκι και κουτουλούσε.

[ίσως κούτελ(ο) -ώ (προχωρ. αφομ. [u-e > u-u] ;) (πρβ. διαλεκτ. κουτελώνω `αντικρίζω ξαφνικά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες