Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτουλιά η [kutulá] Ο24 : χτύπημα που δίνεται από κερασφόρο ζώο, άλλα και από άνθρωπο, με το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού: Ο τράγος άρχισε τις κουτουλιές. Έφαγα μια ~. || πρόσκρουση με το κεφάλι: Έδωσα μια ~ στον τοίχο.
[κουτουλ(ώ) -ιά]