Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτοπόνηρος -η -ο [kutopóniros] Ε5 : άνθρωπος κουτός, που, επειδή σκέφτεται με ιδιοτέλεια και πονηριά, πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και ικανός να τους ξεγελάσει.
[κουτ(ός) -ο- + πονηρ(ός) -ος]