Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουταλιά η [kutalá] Ο24 : το περιεχόμενο ενός κουταλιού, η ποσότητα που χωράει σε ένα κουτάλι: Πόσες κουταλιές ζάχαρη θέλεις στο τσάι στον καφέ σου; Δοκίμασε μια ~ σούπα. (έκφρ.) μια ~ φαΐ, ελάχιστη ποσότητα φαγητού. ΦΡ χάνομαι / πνίγομαι σε μια ~ νερό*.
κουταλίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κουταλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κουτάλ(ι) -έα > -ιά· κουταλ(ιά) -ίτσα]