Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτάλα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κουτάλα η.
  • 1) Μεγάλο κουτάλι:
    • (Αγαπ., Γεωπον. 251).
  • 2) (Προκ. για άνθρωπο) ωμοπλάτη (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., βλ. Πάγκ. Β´, κ.α.):
    • κουτάλες δυνατές (Δεφ., Λόγ. 556).
  • 3) (Προκ. για ζώο, στον πληθ.) καπούλια:
    • ραβδέαν έδωσα την φάραν στας κουτάλας (Διγ. Esc. 1546).

[<ουσ. σκυτάλη ή <λατ. scutum ή μεγεθ. του ουσ. κουτάλιν. H λ. με τη σημασ. 1 στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάλα 1 η [kutála] Ο25α : 1. μεγάλο κουτάλι, ξύλινο ή μεταλλικό, που χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα ή για το σερβίρισμα των φαγητών. 2. (προφ.) εμβρυουλκός. 3. (μτφ., λαϊκ.) η δυνατότητα παράνομου προσπορισμού ωφελημάτων, κυρίως μέσο της εξουσίας: Όλος ο καβγάς γίνε ται για το ποιος θα πάρει την ~.

[μσν. κουτάλα < κουτάλ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάλα 2 η : (λαϊκότρ.) η ωμοπλάτη.

[μσν. κουτάλα ίσως < κουτάλα 1 από την ομοιότητα του σχήματος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες