Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτάβι το [kutávi] Ο44 : 1. το νεογνό του σκύλου. || (επέκτ.) το νεογνό λύκου, αλεπούς κτλ. 2. (μτφ., προφ.) άνθρωπος κουτός ή άπειρος και απονήρευτος.
κουταβάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κουτάβι(ο)ν < σλαβ. kut- (πρβ. βουλγ. kutre, ρωσ. kutya)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτάβι το.
-
- α) Tο μικρό του σκύλου:
- (Φυσιολ. (Legr.) 328)·
- β) συνεκδ., προκ. για σκύμνο:
- ο Δαν κουτάβι λοντάρι (Πεντ. Δευτ. XXXIII 22).
[άγν. ετυμ.· πιθ. σχετ. με το επίθ. κουτός (Meyer, NS II 99). T. ‑ιον στο Du Cange. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Tο μικρό του σκύλου: