Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουστωδία η [kustoδía] Ο25 : (ειρ.) χαρακτηρισμός των ατόμων που συνοδεύουν κπ. είτε ως επίσημη συνοδεία είτε ως παρέα.
[λόγ. < ελνστ. κουστωδία < λατ. custodia (-ia = -ία)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουστωδία η· κουστώδια.
-
- 1)
- α) Φρούρηση:
- τον κράτησε εις το κάτεργο εισέ φύλαξη και καλή κουστωδία (Σουμμ., Pεμπελ. 169)·
- β) φροντίδα, φύλαξη:
- κουστώδια εδική τους και των παιδιών τους (Σουμμ., Pεμπελ. 163).
- α) Φρούρηση:
- 2) Φρουρά, συνοδεία:
- επήγασιν μετά της κουστωδίας (Nτελλαπ., Στ. θρην. 498).
[μτγν. ουσ. κουστωδία. O τ. <βεν. custodia. H λ. και σήμ.]
- 1)