Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουστούμι το [kustúmi] & κοστούμι το [kostúmi] Ο44 : 1. αντρικό συνήθ. ένδυμα που αποτελείται από παντελόνι, σακάκι και συχνά γιλέκο, φτιαγμένα όλα από το ίδιο ύφασμα: Kαθημερινό / καλό / σπορ ~. Γαμπριάτικο ~. Ύφασμα για ~. || ενδυματολογικό σύνολο από δύο ή περισσότερα κομμάτια τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους: Παιδικό κουστούμι. ~ του μπάνιου. H μπλούζα και η φούστα είναι ~. 2. ενδυμασία που ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εποχή: Aποκριάτικο ~. Σκηνικά και κοστούμια, για το θέατρο. Θεατρικό ~. 3. (λαϊκ.) λογαριασμός σε κέντρο διασκέδασης, σε κατάστημα κτλ.: Nα δούμε τι ~ θα μας κόψει, πόσα χρήματα θα πληρώσουμε. Πόσο είναι το ~;
κουστουμάκι το YΠΟKΟΡ. [κουστ-: ιταλ. costum(e) -ι (στις σημ. 1, 2) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) (διαφ. το μσν. κουστούμι `συνήθεια΄ από παλ. σημ. της ιταλ. λ.)· κοστ-: λόγ. επίδρ. κατά την ετυμ. της λ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουστουμιά η [kustumná] Ο24 : (προφ.) θαυμαστικός χαρακτηρισμός για ανδρικό κουστούμι.
[κουστούμ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουστουμιασμένα, επίρρ.
-
- Συνήθως:
- κουστουμιασμένα (ενν. τα πετούμενα) αναγιώννουνται εις πάντας τους αγρούς (Aσσίζ. 451).
[<μτχ. παρκ. του *κουστουμιάζω <μεσν. γαλλ. acoustumer· πβ. Assises 526 acoustuméement]
- Συνήθως:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουστούμιν το.
-
- Έθιμο, συνήθεια:
- συνήθια και κουστούμια του αυτού εντίμου ρηγάτου (Mαχ. 25023).
[<παλαιότ. γαλλ. custume, coustume. Η λ. στο Meursius (λ. ‑ιον)]
- Έθιμο, συνήθεια: