Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουστουμιά η [kustumná] Ο24 : (προφ.) θαυμαστικός χαρακτηρισμός για ανδρικό κουστούμι.
[κουστούμ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουστουμιασμένα, επίρρ.
-
- Συνήθως:
- κουστουμιασμένα (ενν. τα πετούμενα) αναγιώννουνται εις πάντας τους αγρούς (Aσσίζ. 451).
[<μτχ. παρκ. του *κουστουμιάζω <μεσν. γαλλ. acoustumer· πβ. Assises 526 acoustuméement]
- Συνήθως: